ποδήλατο
ποδήλατο (język nowogrecki)
edytuj- wymowa:
- IPA: [po.ˈði.la.to]
- znaczenia:
rzeczownik, rodzaj nijaki
- (1.1) rower
- przykłady:
- składnia:
- kolokacje:
- (1.1) αγωνιστικό ποδήλατο → rower wyścigowy • γυναικείο ποδήλατο → rower damski • παιδικό ποδήλατο → rower dziecięcy • διπλό ποδήλατο → tandem • ποδήλατο γυμναστικής → rower stacjonarny • θαλάσσιο ποδήλατο → rower wodny
- synonimy:
- antonimy:
- hiperonimy:
- hiponimy:
- holonimy:
- meronimy:
- (1.1) ρόδα, ακτίνα, ζάντα, βαλβίδα ελαστικού, λασπωτήρας, άξονας, φρένο, σέλα, στύλος σέλας, σωλήνας σέλας, σχάρα, τιμόνι, σωλήνας κατεύθυνσης, κάτω σωλήνας, οριζόντια ράβδος, τροχός, τρόμπα, αλυσίδα, οδηγός αλυσίδας, πεντάλ, στρόφαλος, υποδοχή ποδιού, δίχαλο διωστήρα, μοχλός ταχυτήτων, εμπρόσθιος μηχανισμός αλλαγής ταχυτήτων, οπίσθιος μηχανισμός αλλαγής ταχυτήτων, δυναμό, φανάρι, ανακλαστήρας
- wyrazy pokrewne:
- rzecz. ποδηλατόδρομος m, ποδηλατιστής m, ποδηλάτισσα ż, ποδηλασία ż, ποδηλατοδρομία ż, ποδηλατοδρόμος m, ποδηλατοδρόμιο n, ποδηλάτης m
- przym. ποδηλατικός, ποδήλατος
- związki frazeologiczne:
- γίνομαι ποδήλατο → cierpieć, męczyć się • κάνω τη ζωή ποδήλατο (κάποιου) → zamęczać, rujnować życie (komuś)
- uwagi:
- źródła: