βασίλειο
βασίλειο (język nowogrecki) edytuj
- wymowa:
- IPA: [va.'si.ʎo]
- znaczenia:
rzeczownik, rodzaj nijaki
- przykłady:
- składnia:
- synonimy:
- antonimy:
- hiperonimy:
- hiponimy:
- holonimy:
- meronimy:
- wyrazy pokrewne:
- czas. βασιλεύω
- przym. βασιλοκτόνος, βασιλοπρεπής, βασιλόφρονας, βασιλικός
- rzecz. βασιλέας, βασιλεία, βασίλεμα, βασιλιάς, βασιλίδα, βασιλίκι, βασιλικός, βασιλίσκος, βασίλισσα, βασιλοκόρη, βασιλοκτονία, βασιλομήτωρ, βασιλοπαίδι, βασιλοπούλα, βασιλόπουλο, βασιλόφρονας
- związki frazeologiczne:
- κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας → źle się dzieje w państwie duńskim
- uwagi:
- źródła: