στραβός
στραβός (język nowogrecki)
edytuj- wymowa:
- IPA: [stra.ˈvos]
- znaczenia:
przymiotnik
- przykłady:
- składnia:
- synonimy:
- antonimy:
- hiperonimy:
- hiponimy:
- holonimy:
- meronimy:
- wyrazy pokrewne:
- przym. στραβικός
- rzecz. στραβά n lm, στραβάδα ż, στραβάδι n, στραβή ż, στράβωμα n
- czas. στραβίζω, στραβώνω, στραβώνομαι
- przysł. στραβά
- form. słow. στραβο-, στραβό-
- związki frazeologiczne:
- για να λέμε και του στραβού το δίκιο
- ή στραβός είν' ο γιαλός ή στραβά αρμενίζουμε
- ήταν στραβό το κλήμα, το 'φαγε κι ο γάϊδαρος
- κάνω τα στραβά μάτια
- με στραβό αν κοιμηθείς το πρωί θα αλληθωρίζεις
- παίρνω το στραβό δρόμο
- ποιος στραβός δε θέλει το φως του;
- στα στραβά
- etymologia:
- uwagi:
- źródła: