στραβός (język nowogrecki)

edytuj
 
στραβό (1.2) δέντρο
wymowa:
IPA[stra.ˈvos]
znaczenia:

przymiotnik

(1.1) ukośny (nie w linii prostej)
(1.2) pochyły
(1.3) wulg. ślepy, niewidomy
odmiana:
(1) P1
przykłady:
składnia:
kolokacje:
synonimy:
antonimy:
hiperonimy:
hiponimy:
holonimy:
meronimy:
wyrazy pokrewne:
przym. στραβικός
rzecz. στραβά n lm, στραβάδα ż, στραβάδι n, στραβή ż, στράβωμα n
czas. στραβίζω, στραβώνω, στραβώνομαι
przysł. στραβά
form. słow. στραβο-, στραβό-
związki frazeologiczne:
για να λέμε και του στραβού το δίκιο
ή στραβός είν' ο γιαλός ή στραβά αρμενίζουμε
ήταν στραβό το κλήμα, το 'φαγε κι ο γάϊδαρος
κάνω τα στραβά μάτια
με στραβό αν κοιμηθείς το πρωί θα αλληθωρίζεις
παίρνω το στραβό δρόμο
ποιος στραβός δε θέλει το φως του;
στα στραβά
etymologia:
uwagi:
źródła: