επιστημονικός

επιστημονικός (język nowogrecki) edytuj

wymowa:
IPA[e.pi.sti.mo.ni.ˈkos]
znaczenia:

przymiotnik

(1.1) naukowy
odmiana:
(1.1) P1
przykłady:
składnia:
kolokacje:
(1.1) επιστημονική φαντασίαfantastyka naukowaεπιστημονική κοινότηταludzie nauki
synonimy:
antonimy:
(1.1) ανεπιστημονικός, αντιεπιστημονικός
hiperonimy:
hiponimy:
holonimy:
meronimy:
wyrazy pokrewne:
przym. επιστημονικοφανής, διεπιστημονικός
rzecz. επιστήμη ż, επιστημολογία ż, επιστημολόγος m/ż, επιστήμονας m/ż, επιστημονικότητα ż, επιστημονισμός m, επιστημοσύνη ż
przysł. επιστημονικά
związki frazeologiczne:
etymologia:
gr. ἐπιστημονικός
uwagi:
źródła: