αποτέλεσμα
αποτέλεσμα (język nowogrecki) edytuj
- wymowa:
- znaczenia:
rzeczownik, rodzaj nijaki
- przykłady:
- składnia:
- synonimy:
- antonimy:
- hiperonimy:
- hiponimy:
- holonimy:
- meronimy:
- wyrazy pokrewne:
- rzecz. αναποτελεσματικότητα ż, αποτελεσματικότητα ż
- przym. αναποτελεσματικός, αποτελεσματικός
- przysł. αναποτελεσματικά, αποτελεσματικά
- czas. αποτελώ
- związki frazeologiczne:
- χωρίς / δίχως αποτέλεσμα → nieskutecznie
- (το) αποτέλεσμα (είναι) μηδέν
- (σαν) ως αποτέλεσμα → w wyniku, w rezultacie
- εκ του αποτελέσματος
- φέρνω αποτέλεσμα (/αποτελέσματα)
- etymologia:
- uwagi:
- źródła: