Aneks:Język nowogrecki - 6 model koniugacji
Model koniugacji C6
edytuj- C6.A (strona czynna)
Strona czynna – Ενεργητική φωνή | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
Czas | ja | ty | on/a/o | my | wy | oni/one |
Teraźniejszy niedokonany | κριτικάρω | κριτικάρεις | κριτικάρει | κριτικάρο(υ)με | κριτικάρετε | κριτικάρουν(ε) |
Teraźniejszy dokonany | έχω κριτικάρει | έχεις κριτικάρει | έχει κριτικάρει | έχουμε κριτικάρει | έχετε κριτικάρει | έχουν(ε) κριτικάρει |
Przeszły niedokonany | κριτίκαρα/κριτικάριζα | κριτίκαρες/κριτικάριζες | κριτίκαρε/κριτικάριζε | κριτικάραμε/κριτικαρίζαμε | κριτικάρατε/κριτικαρίζατε | κριτίκαραν/κριτικάριζαν |
Przeszły dokonany | κριτικάρισα/κριτίκαρα | κριτικάρισες/κριτίκαρες | κριτικάρισε/κριτίκαρε | κριτικαρίσαμε/κριτικάραμε | κριτικαρίσατε/κριτίκαρατε | κριτικάρισαν/κριτίκαραν |
Zaprzeszły | είχα κριτικάρει | είχες κριτικάρει | είχε κριτικάρει | είχαμε κριτικάρει | είχατε κριτικάρει | είχαν(ε) κριτικάρει |
Przyszły niedokonany | θα κριτικάρω | θα κριτικάρεις | θα κριτικάρει | θα κριτικάρο(υ)με | θα κριτικάρετε | θα κριτικάρουν(ε) |
Przyszły dokonany | θα κριτικάρω | θα κριτικάρεις | θα κριτικάρει | θα κριτικάρουμε | θα κριτικάρετε | θα κριτικάρουν(ε) |
Przedprzyszły | θα έχω κριτικάρει | θα έχεις κριτικάρει | θα έχει κριτικάρει | θα έχουμε κριτικάρει | θα έχετε κριτικάρει | θα έχουν(ε) κριτικάρει |
Rozkazujący niedokonyny | - | κριτίκαρε | - | - | κριτικάρετε | - |
Rozkazujący dokonany | - | κριτίκαρε/κριτικάρισε | - | - | κριτικάρετε | - |
Bezokolicznik rzeczowny | κριτικάρει | |||||
Imiesłów czynny | κριτικάροντας |
- C6.B (strona zwrotno-bierna)
Strona bierno-zwrotna – Παθητική φωνή | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
Czas | ja | ty | on/a/o | my | wy | oni/one |
Teraźniejszy niedokonany | κριτικάρομαι | κριτικάρεσαι | κριτικάρεται | κριτικαρόμαστε | κριτικάρεστε | κριτικάρονται |
Teraźniejszy dokonany | έχω κριτικαριστεί | έχει κριτικαριστεί | έχει κριτικαριστεί | έχουμε κριτικαριστεί | έχετε κριτικαριστεί | έχουν(ε) κριτικαριστεί |
Przeszły niedokonany | κριτικαριζόμουν | κριτικαριζόσουν | κριτικαριζόταν | κριτικαριζόμασταν | κριτικαριζόσασταν | κριτικαριζόνταν |
Przeszły dokonany | κριτικαρίστηκα | κριτικαρίστηκες | κριτικαρίστηκε | κριτικαριστήκαμε | κριτικαριστήκατε | κριτικαρίστηκαν |
Zaprzeszły | είχα κριτικαριστεί | είχες κριτικαριστεί | είχε κριτικαριστεί | είχαμε κριτικαριστεί | είχατε κριτικαριστεί | είχαν(ε) κριτικαριστεί |
Przyszły niedokonany | θα κριτικάρομαι | θα κριτικάρεσαι | θα κριτικάρεται | θα κριτικαρόμαστε | θα κριτικάρεστε | θα κριτικάρονται |
Przyszły dokonany | θα κριτικαριστώ | θα κριτικαριστείς | θα κριτικαριστεί | θα κριτικαριστούμε | θα κριτικαριστείτε | θα κριτικαριστούν |
Przedprzyszły | θα έχω κριτικαριστεί | θα έχεις κριτικαριστεί | θα έχει κριτικαριστεί | θα έχουμε κριτικαριστεί | θα έχετε κριτικαριστεί | θα έχουν(ε) κριτικαριστεί |
Rozkazujący niedokonany | - | (κριτικάρου) | - | - | (κριτικάρεστε) | - |
Rozkazujący dokonany | - | κριτικαρίσου | - | - | κριτικαριστείτε | - |
Bezokolicznik rzeczowny | κριτικαριστεί | |||||
Imiesłów bierny | κριτικαρισμένος |