τέλος
τέλος (język nowogrecki)
edytuj- wymowa:
- IPA: ['te.los]
- znaczenia:
rzeczownik, rodzaj nijaki
- przykłady:
- składnia:
- kolokacje:
- (1.2) τέλη κυκλοφορίας
- (1.2) τέλος χαρτοσήμου
- (1.2) τέλος ακίνητης περιουσίας
- synonimy:
- antonimy:
- hiperonimy:
- hiponimy:
- holonimy:
- meronimy:
- wyrazy pokrewne:
- przym. τέλειος, τελειωτικός, τελευταίος, τελικός
- rzecz. τελικός m, τελεία, τελείωμα n, τελειωμός m
- czas. τελειώνω
- przysł. τέλεια
- związki frazeologiczne:
- δεν έχει τέλος
- εν τέλει
- λαμβάνω τέλος / παίρνω τέλος
- τέλος εποχής
- τέλος και το Θεω δόξα
- τέλος καλό, όλα καλά
- τέλος πάντων
- uwagi:
- źródła: