πληθωρισμός
πληθωρισμός (język nowogrecki) edytuj
- transliteracja:
- plithorismós
- wymowa:
- IPA: [pli.θo.ri.ˈzmos]
- znaczenia:
rzeczownik, rodzaj męski
- przykłady:
- składnia:
- kolokacje:
- (1.1) πληθωρισμός τιμών → inflacja cenowa • υφέρπων πληθωρισμός → inflacja bazowa • νομισματικός πληθωρισμός → inflacja pieniężna • ποσοστό πληθωρισμού → stopa inflacji • καλπάζων πληθωρισμός → inflacja galopująca
- synonimy:
- (1.2) πλεονασμός, περίσσεια, πληθωρικότητα
- antonimy:
- hiperonimy:
- hiponimy:
- holonimy:
- meronimy:
- wyrazy pokrewne:
- rzecz. πλήθεμα n, πλήθος n, πληθώρα ż, πληθωρικότητα ż
- przym. πλήθιος, πληθωρικός, πληθωριστικός
- przysł. πληθωρικά, πληθωριστικά
- czas. πληθαίνω, πληθύνω, πληθύνομαι
- związki frazeologiczne:
- etymologia:
- n.gr. πληθωρικός + -ισμός
- uwagi:
- źródła: