δραματουργός

δραματουργός (język nowogrecki) edytuj

wymowa:
IPA[ðra.ma.tur.ˈɣos]
znaczenia:

rzeczownik, rodzaj męski

(1.1) dramaturg

rzeczownik, rodzaj żeński

(2.1) (kobieta) dramaturg
odmiana:
(1.1) M17
(2.1) F34
przykłady:
składnia:
kolokacje:
synonimy:
(1.1) δραματογράφος, θεατρογράφος, δραματοποιός
(2.1) δραματογράφος, θεατρογράφος, δραματοποιός
antonimy:
hiperonimy:
hiponimy:
holonimy:
meronimy:
wyrazy pokrewne:
rzecz. δράμα n, δραματικότητα ż, δραματουργία ż, δραματογραφία ż, δραματολογία ż, δραματολόγιο n
przym. δραματικός, δραματολογικός, δραματουργικός
przysł. δραματικά, δραματολιγικά
czas. δραματοποιώ
związki frazeologiczne:
etymologia:
n.gr. δραματουργία + -ός
uwagi:
źródła: