αλφάβητο
αλφάβητο (język nowogrecki) edytuj
- wymowa:
- IPA: [al.'fa.vi.to]
- znaczenia:
rzeczownik, rodzaj nijaki
- odmiana:
- (1.1-2) N42: lp M. αλφάβητο, D. αλφαβήτου lub αλφάβητου, B. αλφάβητο, W. αλφάβητο; lp M. αλφάβητα, D. αλφαβήτων lub αλφάβητων, B. αλφάβητα, W. αλφάβητα
- przykłady:
- składnia:
- synonimy:
- (1.1) αλφαβήτα
- antonimy:
- hiperonimy:
- hiponimy:
- holonimy:
- meronimy:
- wyrazy pokrewne:
- czas. αλφαβητίζω, αλφαβητίζομαι
- rzecz. αλφαβήτα n, αλφαβητάριο n, αλφαβητάρι n, αλφαβήτιση ż, αλφαβητισμός m, αλφάβητος m
- przym. αλφαβητικός
- przysł. αλφαβητικά, αλφαβητικώς
- związki frazeologiczne:
- uwagi:
- źródła: