Podobna pisownia Podobna pisownia: ἵππος

ίππος (język nowogrecki) edytuj

 
ίππος (1.1)
 
ίππος (1.2)
 
ίππος (1.3)
transliteracja:
íppos
wymowa:
IPA['i.pos]
znaczenia:

rzeczownik, rodzaj męski

(1.1) zool. książk. koń
(1.2) sport. koń (gimnastyczny)
(1.3) szach. koń, skoczek (szachowy)
(1.4) techn. koń mechaniczny
odmiana:
(1) M18: lp M. ίππος, D. ίππου, B. ίππο, W. ίππε; lm M. ίπποι, D. ίππων, B. ίππους, W. ίπποι
przykłady:
składnia:
kolokacje:
(1.2) ίππος με λαβές / πλάγιος ίπποςkoń z łękamiίππος άλματοςkoń do skoku
synonimy:
(1.1) άλογο
(1.3) άλογο
(1.4) άλογο
antonimy:
hiperonimy:
hiponimy:
holonimy:
meronimy:
wyrazy pokrewne:
rzecz. ιππάριον n, ίππαρχος m, Ιππάριον n, ιππασία ż, ιππέας m, ιππεύτρια ż, ίππευση ż, ιππηλασία ż, ιππηλάτης m, ιππικό n, ιπποδρομία ż, ιπποδρόμιο n, ιππόδρομος m, ιπποδύναμη ż, ιππόκαμπος m, ιπποκομία ż, ιπποκόμος m, ιππομαχία ż, ιππονομή ż, ιπποπέδη ż, ιπποπόταμος m, ιπποσκευή ż, ιπποστάσιο n, ιπποσύνη ż, ιππότης m, ιπποτικότητα ż, ιπποτισμός m, ιπποτροφείο n, ιπποτροφία ż, ιπποτρόφος m, ιπποφαγία ż, ιπποφάγος m, ιπποφορβείο n
czas. ιππεύω
przym. ιππαγωγός, ίππειος, ιππευτικός, ιππήλατος, ιππικός, ιπποδρομιακός, ιπποδρομικός, ιπποτικός
przysł. ιππαστί
tem. słow. ιππο-, ιππό-
związki frazeologiczne:
δούρειος ίπποςkoń trojański
etymologia:
gr. ἵπποςkoń
uwagi:
źródła: