χωριάτικος
χωριάτικος (język nowogrecki) edytuj
- wymowa:
- IPA: [xo.'rja.ti.kos]
- znaczenia:
przymiotnik
- przykłady:
- składnia:
- synonimy:
- antonimy:
- (1.1) πρωτευουσιάνικος
- hiperonimy:
- hiponimy:
- holonimy:
- meronimy:
- wyrazy pokrewne:
- rzecz. χωρικός m, χωριό, χωριουδάκι, χωριάτης, χωριάτισσα, χωριατιά, χωριανός, χωριανή, χωριατομάνι, χωριατόπαιδο, χωριατοπούλα, χωριατόπουλο, χωριατόσπιτο
- czas. χωριατεύω, χωριατοφέρνω
- przym. χωρικός, χωριάτης
- przysł. χωριάτικα
- związki frazeologiczne:
- χωριάτικη σαλάτα • ψωμί χωριάτικο
- etymologia:
- uwagi:
- źródła: