λαχανικό
λαχανικό (język nowogrecki) edytuj
- wymowa:
- IPA: [la.xa.ni.'ko]
- znaczenia:
rzeczownik, rodzaj nijaki
- odmiana:
- (1.1) N38,
przypadek liczba pojedyncza liczba mnoga mianownik το λαχανικό τα λαχανικά dopełniacz του λαχανικού των λαχανικών biernik το λαχανικό τα λαχανικά wołacz λαχανικό λαχανικά
- przykłady:
- składnia:
- (1.1) przeważnie w lm
- synonimy:
- (1.1) χορταρικό, ζαρζαβατικό
- antonimy:
- hiperonimy:
- hiponimy:
- holonimy:
- meronimy:
- wyrazy pokrewne:
- rzecz. λάχανο n, λαχανάς, λαχανίδα ż, λαχανί n, λαχαναγορά ż, λαχανόκηπος m, λαχανόφυλλο n, λαχανοφυλλάδα ż, λαχανοσαρμάς m, λαχανοντολμάς m, λαχανόπιτα ż, λαχανοπωλείο n, λαχανοπώλης m, λαχανοπώλισσα ż, λαχανόρυζο n, λαχανοκόμος m, λαχανοκομία ż, λαχανόζουμο n
- przym. λαχανής
- tem. słow. λαχανο-, λαχανό-, λαχαν-
- związki frazeologiczne:
- uwagi:
- źródła: